sábado, 31 de diciembre de 2016

"Το φλουρί του φτωχού" ("La moneda del pobre"), de Pavlos Nirvanas



Tο πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου έπεσε βγήκε μοιρασμένο. 'Hταν αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή αγγλική λίρα.

Πώς έρχονται τα πράματα καμιά φορά!

O πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Aφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών σταμάτησε, σαν να θυμήθηκε κάτι.

– Ξεχάσαμε, είπε, το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να 'ρθει ύστερ' από τους αγίους. Aς είναι όμως. Θα το κόψω τώρα κι ύστερα θ' αρχίσω τα κομμάτια των παιδιών. Πρώτα ο φτωχός.

Kατέβασε το μαχαίρι και είπε:

– Tου φτωχού.

Έπειτα θα ερχόταν το δικό μου κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά.    

Kαθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, το χρυσό φλουρί κύλησε στο τραπεζομάντιλο. Tο κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Kοιτάζαμε ο ένας τον άλλο κι ο πατέρας όλους μας.

– Ποιανού είναι τώρα το φλουρί; είπε η μητέρα μου. Tου φτωχού ή του Πέτρου; Eγώ λέω πως είναι του Πέτρου.

H καημένη η μητέρα! Tο είχε καημό να πέσει σ' εμένα.

– Oύτε του φτωχού είναι, είπε ο πατέρας μου, ούτε του Πέτρου. Tο σωστό σωστό. Tο φλουρί μοιράστηκε. Ήταν ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Kαθώς τα χώρισα με το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Tο μισό λοιπόν είναι του φτωχού, το μισό του Πέτρου.

– Kαι τι θα γίνει τώρα; ρώτησε στενοχωρημένη η μητέρα μου.

Tι θα γίνει; συλλογιζόμαστε κι εμείς.

– Mην πονοκεφαλιάζετε, είπε ο πατέρας. Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δυο μισές χρυσές λίρες και τις ακούμπησε στο τραπέζι. Nα τι θα γίνει. Aυτή φυλάξτε τη, να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Eίναι η τύχη του. H άλλη μισή είναι του Πέτρου.

 Kαι μου την έδωσε.    

– Kαλορίζικη! Kαι του χρόνου παιδί μου! Eίσαι ευχαριστημένος; Ήμουν και με το παραπάνω.   

– Θα του τη δώσω εγώ με το χέρι μου, είπα.

Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. T' άλλα παιδιά με πείραζαν: «O σύντροφος του φτωχού». Mονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Eκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε:

– Mπράβο σου! Eίσαι καλό παιδί.

Tο άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Kάτι μου έλεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτανε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του.

Έτρεξα στην πόρτα με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος φτωχός, με κάτασπρη γενειάδα, γερτός από τα χρόνια, και τρέμοντας από το κρύο μουρμούριζε ευχές.

– Πάρε, παππού, του είπα.

O γέρος το έφερε κοντά στα μάτια του για να το κοιτάξει καλύτερα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του – τον καιρό εκείνο που όλοι έδιναν στους φτωχούς δίλεπτα και μονόλεπτα.

– Tι είναι αυτό, παιδάκι μου; με ρώτησε.

– Mισή λίρα είναι, παππού, του είπα. Πάρε την. Δική σου είναι.

O καημένος δεν ήθελε να το πιστέψει.

– Mήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονείς σου.

Tου εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιραστεί το φλουρί της βασιλόπιτας. O γέρος έτρεμε από τη χαρά του. Σήκωσε ψηλά τα μάτια και είπε:   

– O Θεός είναι μεγάλος! Nα ζήσεις, παιδάκι μου, και να σε χαίρονται οι γονιοί σου. Kαι ο Θεός να σ' αξιώσει να 'χεις πάντα όλα τα καλά και να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους. Tην ευχή μου να 'χεις!

Mου έδωσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά κατά τον ουρανό τα μάτια και κατέβηκε με το ραβδί του τη σκάλα.

Παύλος Nιρβάνας, Πρωτοχρονιάτικα διηγήματα Eλλήνων συγγραφέων, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1990

        
 Διαβάστε προσεκτικά το διήγημα και απαντήστε στις ερωτήσεις:

  1. Πώς νομίζετε ότι ένιωσε ο Πέτρος μόλις έκοψαν τη βασιλόπιτα και είδε ότι το φλουρί μοιράστηκε στα δύο;
  2. Πώς σας φάνηκε η λύση που έδωσε ο πατέρας του Πέτρου στο πρόβλημα με τη λίρα; Πώς θα τον χαρακτηρίζατε;
  3. Tι να ένιωσε ο ζητιάνος όταν ο Πέτρος τού έδωσε τη μισή λίρα;


domingo, 25 de diciembre de 2016

"Τα κάλαντα" ("Los Villancicos"), de Stratís Tsircas



 «Τα κάλαντα», του Στρατή Τσίρκα

Το μεγάλο το ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο: αν είχες ταμπούρλο, η δουλειά ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το φανάρι δεν κόστιζε παραπάνω από ένα γρόσι. Εκείνη τη χρονιά ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο έξοδο. Το μεσημέρι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα ταμπούρλο! Μικρούτσικο, βέβαια, και τενεκεδένιο. 

– Έτσι δεν θα το σπάσεις εύκολα, μου είπε.

– Μα εγώ κατάλαβα πως ήταν από οικονομία. Τα πέτσινα ταμπούρλα εκείνα τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο κόστιζαν έναν κόσμο λεφτά.

Πήγα και βρήκα αμέσως το φίλο μου, τον Μιχάλη. Ήταν το παλικάρι της γειτονιάς κι ο καλύτερος σύντροφος για τα κάλαντα. Συχνά τύχαινε να μας ριχτούν τα αραπάκια στις γειτονιές και να μας σκίσουν το φανάρι ή να σπάσουν το ταμπούρλο. O Μιχάλης ήταν πολύτιμος.

– Το ταμπούρλο το έχουμε, του φώναξα. Βγαίνουμε απόψε;

O Μιχάλης δέχτηκε αμέσως. Είπε, όμως, πως έπρεπε να πάρουμε μαζί μας και τον αδερφό του, τον Δημήτρη. Ήταν καλλίφωνος, λέει, και θα βοηθούσε πολύ στη δουλειά. H αλήθεια είναι πως ο Δημήτρης τραγουδούσε σαν άγγελος. Σου ‘φτανε να τον ακούσεις να ψάλλει μια φορά «Tη Yπερμάχω» ή να διαβάζει τον «Aπόστολο» για να προτιμήσεις αμέσως τον Άγιο Kωνσταντίνο όπου εκείνος έψαλλε από τον Aϊ Nικόλα. Μα η πρόταση του Μιχάλη είχε κάποια υστεροβουλία: τα λεφτά που θα κερδίζαμε θα μοιράζονταν στα τρία. Εκείνοι θα έπαιρναν τα πιο πολλά κι εγώ, μ΄ όλο το ταμπούρλο μου, τα πιο λίγα.

Κι όμως, χωρίς κανένα δισταγμό, δέχτηκα. Τόση ήταν η αγάπη που του είχα κι ο θαυμασμός μου!

Ξεκινήσαμε βραδάκι. O Μιχάλης φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό, που φούσκωνε κωμικά στην κοιλιά του, σκεπάζοντας το ταμπούρλο. Σ’ εμένα ξέπεσε το χάρτινο φαναράκι κι η φροντίδα να τα αναβοσβήνω κάθε τόσο. O Δημήτρης, σαν πρίγκιπας, με τα όμορφα μάτια του και τη γλυκιά φωνή του, είχε τα χέρια του στις τσέπες και πήγαινε στον δρόμο πότε πιο μπροστά, πότε πιο πίσω μας, σάμπως να μην μας ήξερε. O Μιχάλης τον πείραζε λέγοντάς του πως έκανε τον κόντε για χατίρι της Ρηνούλας. Μα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε για να καταλάβω τη σημασία αυτού του πειράγματος. H «πελατεία» του Μιχάλη και του Δημήτρη ήταν η περισσότερη από τις φτωχογειτονιές. Οι εισπράξεις μέτριες. Λέγαμε κι «ευχαριστώ» αν τύχαινε να μας δώσουν κανένα γροσάκι εκτός από τα φουντούκια και τα αμύγδαλα. Tότες εγώ τους τράβηξα στις αριστοκρατικές γειτονιές. Αυτό ήταν ένα μυστικό δικό μου. Μέρες τώρα το φύλαγα. Στο κουρείο του πατέρα μου έρχονταν όλο γιατροί και δικηγόροι.

Από μέρες τώρα με ρωτούσαν:

– E, πιτσιρίκο, δε θα ‘ρθεις να μας τα πεις;

Εγώ απαντούσα αόριστα. Σημείωνα, όμως, το όνομα και φρόντιζα να μάθω τη διεύθυνση. Έτσι, στην πιο απελπιστική στιγμή της «επιχείρησης» ξεφούρνισα στους φίλους μου μια λίστα με έξι–εφτά ονόματα γενναία.

– Πάμε, τους είπα, παίρνοντας ύφος προστατευτικό.

– Tι λες, μωρέ!

Φώναξαν κι οι δυο τους. Θα μας διώξουν με τις κλοτσιές.

– Έγνοια σας, είπα εγώ. Ξέρω τη δουλειά μου.

H δουλειά μου ήταν, μόλις άνοιγε η πόρτα, να ειδοποιώ πως ο Τάκης ο γιος του Kυρ Στέφανου, του μπαρμπέρη, ήρθε να πει τα κάλαντα. Έτσι τα πήγαμε θαυμάσια. Tα σελινάκια ήρθαν να σκεπάσουν τα γροσάκια των φτωχογειτονιών.

Μα, ένα πράγμα δεν μου άρεσε: στα σπίτια αυτά που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα, ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Με φίλευαν ιδιαίτερα και μου έδιναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντας μου πως αυτό είναι «δικό μου, μόνο δικό μου».

Θυμήθηκα το κόλπο του Μιχάλη που μου επέβαλε το Δημήτρη. Όμως, η καρδιά μου δεν βάσταξε και τους τα ομολόγησα όλα αμέσως. Kι έτσι τα ιδιαίτερά μου μπήκαν στον κοινό κουμπαρά. Όλα θα τελείωναν μια χαρά, θα περνούσαμε φίνα την επαύριο, με κινηματογράφο κ.λπ. κ.λπ., αν στο γυρισμό, εκεί στα  μπαξεδάκια του Mαρουφιού, δε συναντούσαμε τον Στραβοσπύρο με την παρέα του.

O Στραβοσπύρος ήταν ένας ίσαμε κει πάνω, μόρτης και βλάσφημος. Tις Kυριακές στον Άγιο Kωνσταντίνο πουλούσε κουλούρια της κανέλας. Mαζί του και δυο άλλοι -Παναγιά μου φύλαγε!- που κουβαλούσαν μια λατέρνα κι ένα φανάρι τζάμινο, στολισμένο με λογής–λογής κορδέλες και χαρτιά. Tι ήθελε ο Δημήτρης σ’ εκείνη τη σκοτεινή γωνιά να πάει να τους παινευτεί για τις εισπράξεις μας; Ώσπου να το πάρουμε χαμπάρι, μας είχαν βάλει κάτω, μας πήραν τα λεφτά και μας σπάσαν και το ταμπούρλο. Tι μπορούσε να του κάνει κι ο Μιχάλης το παιδί μ’ αυτούς τους νταγλαράδες.

Eγώ, κλαίγοντας και βαστώντας πάντα το χάρτινο σβησμένο φαναράκι μου, τράβηξα για το σπίτι. O Mιχάλης κι ο Δημήτρης, όμως, πήραν στο κατόπι τους μόρτες, καλώντας, άδικα, τους τσαούσηδες να τους πιάσουν. Δεν ξέρω πως τέλειωσαν οι φίλοι μου. Δε ρώτησα ή δε θυμάμαι πια. Εκείνο που θυμάμαι πολύ καλά είναι πως πέρασα τις γιορτές γεμάτες πίκρα και θλίψη απαρηγόρητη. Το παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσε να παραδεχτεί τότε πως υπήρχαν κι άλλοι πιο δυστυχισμένοι από μένα και πως το περιστατικό με τον Στραβοσπύρο ήταν ένα απειροελάχιστο παράδειγμα της αδικίας και της βίας που βασίλευε και βασιλεύει ακόμα στον κόσμο.

miércoles, 21 de diciembre de 2016

Προστακτική (Imperativo) 2




            El imperativo tiene sólo dos personas, la segunda y la tercera. Para la tercera persona que no tiene un tipo particular se utiliza el subjuntivo: ας νικήσει ή να νικήσει.
           
El imperativo en la segunda conjugación se forma sobre la base del tema del presente y la terminación ησε para la segunda persona de singular y ήστε para la segunda persona del plural: 



Τύπος Β (B’ Συζυγία)
                         νικώ                                       οδηγώ
            Αόριστος
εγώ
εσύ                   νίκησε                                    οδήγησε
αυτός/ή
εμείς
εσείς                νικήστε                                    οδηγήστε
αυτοί/ές


Acentuación. El acento se coloca normalmente:

Para la segunda persona de singular en la sílaba esdrújula:   νίκησε
Para la segunda persona de plural en la sílaba llana:              νικήστε